ερημιά

ερημιά
και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία)
1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση τού ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου
2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά
3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων»)
αρχ.-μσν.
(για τόπο) καταστροφή, λεηλασία, αφανισμός, ερήμωση
αρχ.
1. πολιτική απομόνωση, έλλειψη συμμάχων
2. απαλλαγή από κάποια συμφορά («ποῑ κακῶν ἐρημίαν εὕρω;» — πώς να απαλλαγώ από τις συμφορές; Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημ-ος + -ία. Ο τ. ερημιά < ερημία με συνίζηση τού -ι- προ τού τονισμένου φωνήεντος, ενώ ο τ. ερμιά < ερημιά, με σίγηση τού ενδοσυμφωνικού -η -].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐρημία — ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc/acc dual ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίᾳ — ἐρημίαι , ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημιά — η 1. η κατάσταση του έρημου, του ακατοίκητου, του ήσυχου, του μόνου. 2. τόπος έρημος, ακατοίκητος. 3. μτφ., έλλειψη, απουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρημιά — ἐρημιάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίας — ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem acc pl ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαι — ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαν — ἐρημίᾱν , ἐρημία a solitude fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημιῶν — ἐρημία a solitude fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαις — ἐρημία a solitude fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίη — ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”